εἴκ' — εἰκά , εἰκάς twentieth day of the month fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
προσεικής — ές, Α 1. προσείκελος* 2. κολακευτικός, θωπευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εικής (< ΙΕ ρ. *weik «αληθεύω, μοιάζω», πρβλ. εἰκ ών, εἴκ ελος, ἔοικα), πρβλ. επι εικής] … Dictionary of Greek
ИАКОВ ПЕРСЯНИН — [Персиянин, Перс, Перский; греч. ᾿Ιάκωβος ὁ Πέρσης; Иаков Рассеченный сир. ] (20 е гг. V в.), вмч. Персидский (пам. 27 нояб.). Источники Вмч. Иаков Персянин. Фрагмент иконы «Минея годовая». 2 я пол. XVI в. (Музей икон, Рекклингаузен) Вмч. Иаков… … Православная энциклопедия
ИАКОВ ЗЕВЕДЕЕВ — [᾿Ιάκωβος τοῦ Ζεβεδαίου] (Ɨ 44), ап. от 12 (пам. 30 апр.; пам. зап. 25 июля). В зап. традиции для того, чтобы различать Иакова Алфеева и Иакова, брата Господня, последнего называют Старшим (Maior). Ап. Иаков Зеведеев. Икона. 2 я пол. XIII в. (мон … Православная энциклопедия
Христос Пантократор из Синайского монастыря — Христо … Википедия
AGYRTAE — Sortilegi, Circumforanei, in triviis olim atque aliis locis publicis prostantes, divinationes peragendô, credulo illudebant popello, uti per cos, quos Ceretanos Itali hodie vocant, lucri gratiâ χειρομαν είκ ac μετωποσκοπία exercetur: Utebantur… … Hofmann J. Lexicon universale
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
επιεικτός — ἐπιεικτός, ή, όν και ἐπίεικτος, ον (Α) 1. ενδοτικός, υποχωρητικός («μένος ἐστὶν ἀάσχετον, οὐκ ἐπιεικτόν», Ομ. Ιλ.) 2. ανεκτός, υποφερτός («ἵνα ἔργα γελαστά καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε», Ομ. Οδ.) 3. (με δοτ.) αρμόδιος, κατάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek